- εκλαϊκεύω
- εκλαϊκεύω, εκλαΐκευσα βλ. πίν. 19
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκλαϊκεύω — καθιστώ κάτι λαϊκότερο, πιο προσιτό ή κατανοητό σε ανθρώπους χωρίς ειδικές γνώσεις ή επιστημονική κατάρτιση … Dictionary of Greek
εκλαϊκεύω — εκλαΐκεψα, εκλαϊκεύτηκα, εκλαϊκευμένος, μτβ., κάνω λαϊκό κάτι, το απλουστεύω, ώστε να γίνει καταληπτό και από ανθρώπους του λαού (μέτριας πνευματικής μόρφωσης): Αυτό το βιβλίο εκλαϊκεύει την επιστήμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκχυδαΐζω — 1. κάνω κάτι εντελώς χυδαίο («εκχυδαΐζει τη γλώσσα») 2. παθ. εκχυδαΐζομαι γίνομαι χυδαίος 3. εκλαϊκεύω, υπεραπλουστεύω … Dictionary of Greek
λαϊκεύω — [λαϊκός] εκλαϊκεύω … Dictionary of Greek